Γράφει η Ιωάννα Μπαλάφα
''Eίμαι κλόουν, επίσημα δηλώνω
«κωμικός» , δεν καταβάλλω τον οβολό μου σε καμιά εκκλησία, έχω κλείσει
τα είκοσι επτά κι ένα απ’ τα νούμερά μου λέγεται « Αφιξαναχωρήσεις» ,μια
παντομίμα ( ίσως υπερβολικά) μακράς διαρκείας, που κάνει τον θεατή να
μπερδεύει την άφιξη με την αναχώρηση’’. Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ''Ο Κλόουν'' του συγγραφέα Χάινριχ Μπελ αφηγείται και μονολογεί
περιγράφοντας και εξιστορώντας τη ζωή του.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
''Ο Χανς
Σνηρ, γόνος πλούσιας και ισχυρής οικογένειας , εγκαταλείπει το πατρικό
του σπίτι, αηδιασμένος από την ψευτιά και την υποκρισία των δικών του
και των «ισχυρών» που τους περιστοιχίζουν, και διαλέγει το μόνο
επάγγελμα που τον αντιπροσωπεύει : γίνεται κλόουν , δίνει παραστάσεις
από πόλη σε πόλη κι έχει μαζί του τη Μαρί, την πρώτη και μοναδική του
αγάπη. Έπειτα από έξι χρόνια δύσκολης συμβίωσης, η Μαρί τον εγκαταλείπει
για να παντρευτεί έναν σπουδαίο παράγοντα του γερμανικού καθολικισμού
κι ο Χανς, που δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει, κατρακυλάει σταθερά''.
Ο Χανς, ο κλόουν πρωταγωνιστής και
αφηγητής αυτοσαρκάζεται και τα λόγια του είναι γεμάτα τρυφερότητα και
χιούμορ. Αντιμετωπίζει τους ανθρώπους στεκούμενος απέναντί τους θέλοντας
με τη μορφή του κλόουν να σαρκάσει και να τους θυμίσει το μάταιο των
καθημερινών συμβιβασμών αλλά και το μεγαλείο της αυθεντικότητας και
ειλικρίνειας. Με το χαμόγελο του κλόουν πολεμά τον καθωσπρεπισμό, την
ηθικολογία και την αλλοτρίωση με τον δικό του τρόπο. Το τέλος θα είναι
διφορούμενο καθώς καταλήγει να ζητιανεύει στο σιδηροδρομικό σταθμό της
Βόννης και πίσω από τη λευκή του ‘’μάσκα’’ τραγουδά σατιρίζοντας την
υποκρισία και περιμένοντας την επιστροφή της Μαρί.
Ο Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll,
1917-1985) ήταν Γερμανός πεζογράφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ
Λογοτεχνίας 1972. Προερχόμενος από αστική καθολική οικογένεια μεγάλωσε
με φιλελεύθερες ιδέες, πολέμησε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όταν το 1945
επέστρεψε στην Κολωνία καθιερώθηκε μέσω των βιβλίων του ως ένας από
τους σημαντικότερους αντιναζιστές συγγραφείς της μεταπολεμικής
Γερμανικής γενιάς. Έθεσε προβληματισμούς για την βία και την κοινωνική
και ψυχολογική καταπίεση της μεταπολεμικής Ευρώπης θέλοντας να τονίσει
την αξία της συλλογικής μνήμης αλλά και της ατομικής συνείδησης.
Στο βιβλίο του ‘’Ο Κλόουν’’
ανακαλύπτουμε τα προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα του πρωταγωνιστή και
το λεγόμενο ‘’χρονικό των ερειπίων’’ όπου αίτημα είναι να ξεπεραστεί το
παρελθόν του πολέμου και να έρθει μια καινούρια κοινωνική πραγματικότητα
μέσα από τα ερείπια.
Στο συνολικό έργο του Μπελ, η κοινωνία οδηγεί στην
καταστολή και στην βαρβαρότητα και ο ίδιος λέει το 1952 στην Διακήρυξη
για τη Λογοτεχνία των Ερειπίων: ''Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε
ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα
ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά... Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν
τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους, με μαυραγορίτες και τα
θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με
διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα''.
Ο κλόουν αντιπροσωπεύει εκείνον
τον άνθρωπο που θα εναντιωθεί σε μια σκληρή κοινωνία λέγοντας αλήθειες
για την υποκρισία της θρησκευτικής εμμονής αλλά και τις προσπάθειες μιας
χώρας να ορίσει εκ νέου την έννοια της δημοκρατίας. Ο κλόουν μας
θυμίζει τί σημαίνει να είναι κανείς ανένταχτος. Στον προσωπικό του
θεατρικό κόσμο μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποια είναι η πραγματικότητα
και αν τελικά ο καθένας φτιάχνει ένα δικό του κόσμο προκειμένου να
επιβιώνει μην αντέχοντας μια κοινωνία χωρίς προοπτική.
Ένας πρωταγωνιστής με τον οποίο πολλοί
αναγνώστες μπορούν να ταυτιστούν καθώς όλοι θα μπορούσαμε να είμαστε ο
Χανς Σνηρ μιας Ευρώπης που υποκρίνεται αλλά οφείλει να θυμηθεί πώς
ξεκίνησε και να αποφασίσει πού θα καταλήξει χωρίς να διαλυθεί από το
ρατσισμό και τη βαρβαρότητα.
(στο independent.gr)