Εκφράζει τη ζωή των φτωχών, σε
συνδυασμό με το αίσθημα της μελαγχολίας και της προσμονής. Είναι το τραγούδι
της νοσταλγίας για τη στιγμή που ζεις τώρα και ξέρεις πως δεν θα ξαναέρθει.
Μουσική ντυμένη με στίχους για την οριστική απώλεια, την λύπη, τον πόνο, την
αγάπη και την ευτυχία. Οι ρίζες της προέρχονται από τους σκλάβους της Αφρικής
που συνδυάστηκε αργότερα με την παραδοσιακή πορτογαλική μουσική των ναυτικών
και απέκτησε επίσης αραβικές επιρροές. Το 2011 τα fados ή ‘’πορτογαλικά μπλουζ’’ όπως
πολλοί συνηθίζουν να τα ονομάζουν, εντάχθηκαν στην λίστα της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς της Unesco.
Το χειμώνα του 1840, οι φήμες για
μια φωνή που μαγεύει όταν τραγουδάει fado, οδήγησαν τον Francisco
de Paula Portugal e Castro, 13ο Κόμη του Βιμιόζο, στην ταβέρνα της "A
Barbuda", στην κακόφημη γειτονιά Μουράρια της Λισαβόνας. Εκεί, αντίκρισε
για πρώτη φορά τη Maria Severa Onofriana, τη μετέπειτα θρυλική μορφή του fado. Μεταξύ τους
δημιουργήθηκε ένας σκανδαλώδης έρωτας καθώς, εκείνος ήταν ένας μποέμ
αριστοκράτης, εξαιρετικός αναβάτης που συμμετείχε σε ταυρομαχίες κι εκείνη ήταν
μια πόρνη που τραγουδούσε στην οικογενειακή ταβέρνα. Ο εξ ‘αρχής καταδικασμένος
έρωτάς τους, έλαβε τέλος, όταν εκείνη πέθανε από φυματίωση σε ηλικία μόλις 26
ετών, ενέπνευσε όμως συγγραφείς,
στιχουργούς, μουσικούς και πολλά μετέπειτα τραγούδια fado πολλά από τα οποία πήραν μυθικές
διαστάσεις.
Ιστορικά, η μία μουσική
κατεύθυνση του fado
εντοπίζεται τη δεκαετία του ’60, στην εναντίωση στο καθεστώς του Salazar όπου απαγορευόταν ως
μουσική, συνδεδεμένη καθώς ήταν με το κοινωνικό περιθώριο, το έγκλημα, τα
ναρκωτικά και την πορνεία. Η επανάσταση των γαρυφάλλων (1974) επανέφερε τη
μουσική αυτή και τη θεώρησε ορόσημο για μια νέα επαναστατική εποχή. Η δεύτερη
μουσική περίοδος γεννιέται τη δεκαετία του ’80 μέσα από την πιο ροκ παγκόσμια
μουσική επιρροή. Το βασικό μουσικό όργανο του fado είναι η κιθάρα και ένα είδος
λαούτου. Πολλά από τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια αναφέρονταν στη ισπανική
κυριαρχία της Πορτογαλίας (1580-1640) αλλά και στον καταστροφικό σεισμό της
Λισαβόνας το 1755.
Από την αρχή της ιστορίας τους το
fado εκφραζόταν
αυθόρμητα στους δρόμους, στις ταβέρνες και στα καφέ και αφηγούνταν τις καθημερινές
ιστορίες των ανθρώπων. Τραγουδιόταν στην Λισσαβόνα στις περιοχές των συνοικιών
των φτωχών, Mouraria, Alfama και Madragoa. Ήταν παρόν στις περισσότερες
πορτογαλικές εορταστικές στιγμές των ανθρώπων, συνδεδεμένο με τις καθημερινές
αστικές αφηγήσεις αλλά και με τα κοινωνικά πλαίσια της περιθωριοποίησης, γι’
αυτό άλλωστε οι διανοούμενοι το απέρριπταν ως μουσικό είδος.
Παραδοσιακά,
το fado της Κοΐμπρα τραγουδιέται μόνο από μαυροφορεμένους
άντρες και προέρχεται από το πανεπιστήμιο της πόλης και τις ακαδημαϊκές του
παραδόσεις. Το γκρουπ των τραγουδιστών και των μουσικών ονομάζεται tuna και κάθε χρόνο στο Πόρτο λαμβάνει χώρα η διεθνής
συνάντηση fado μαζί με
ομάδες από πανεπιστήμια της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Αργεντινής.
Αντίθετα, το fado της
Λισσαβόνας, τραγουδιέται από άντρες και γυναίκες, στα «σπίτια του fado», (casas de fado) ή σε δημόσιους χώρους και έχει πιο χαρούμενη
μουσική και στίχους σε σχέση με εκείνο
της Κοΐμπρα. Όμως το μουσικό αυτό είδος καθιερώθηκε και έγινε
παγκόσμια γνωστό μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες της αξεπέραστης Amalia Rodrigues, η οποία τη δεκαετία του ’30 σε
ηλικία 20 χρονών κατάφερε να εντάξει το fado στη δισκογραφία και να το ταξιδέψει σε όλον τον
κόσμο.
Οι νέοι καλλιτέχνες του fado το προσεγγίζουν με νέους
τρόπους, νέες ερμηνείες και μουσικά μέσα, σεβόμενοι αυτήν την τόσο σπουδαία
μουσική παράδοση ισορροπώντας πάντα ανάμεσα στη μελαγχολία και το πάθος. Το fado, μεταξύ των άλλων, ως
πηγή παρηγοριάς για το λαό, έχει και τους σύγχρονους επικριτές του θεωρώντας
ότι η παραδοσιακή αυτή μουσική πέρασε στις γενιές των Πορτογάλων τα αισθήματα
της μοιρολατρίας και της παραίτησης. Απόψεις
που προφανώς πηγάζουν από τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινότητα της χώρας
όπου βιώνοντας κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες, πλέον οι καλλιτέχνες
επιθυμούν η παραδοσιακή μουσική να ‘’προσαρμοστεί’’ τρόπον τινά, στη σύγχρονη
πραγματικότητα που απαιτεί κοινωνική ταχύτητα και αποφασιστικότητα.
Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς της
Πορτογαλίας ασχολούνται με τη στιχουργία του fado, παραδεχόμενοι πως αυτή η μουσική αποδεικνύει το μεγαλείο
της απλότητας. Ένα έγχορδο και μια φωνή αρκούν για να γεννήσουν τα πιο έντονα
συναισθήματα που μόνο η μουσική μπορεί. Γιατί η μουσική και η γλώσσα σε κάνουν
να θες να εξερευνήσεις καινούριους κόσμους και πολιτισμούς (ειδικά στην
περίπτωση της γραφούσης, που πείσμωσε κι έμαθε πορτογαλικά άνευ διδασκάλου,
μόνο και μόνο για να καταλαβαίνει όσα ακούει όταν απολαμβάνει το fado). Αν και ομολογουμένως
ακόμη κι αν δεν αναγνωρίζεις ούτε μία λέξη, αυτό που έχει σημασία, είναι ως
ακροατής να νιώθεις και να αντιλαμβάνεσαι τους μουσικούς κώδικες. Κι αυτό
ισχύει σαφώς για τη μουσική συνολικά.
Το fado ουσιαστικά εκφράζει την θλίψη του
προσωρινού ή μόνιμου αποχωρισμού, το σαρωτικό αίσθημα της απώλειας αλλά και τη
νοσταλγία για ό,τι ο καθένας θεωρεί πατρίδα. Ο πόνος και η ηδονή, ο έρωτας και
ο θάνατος, πολεμούν και κορυφώνονται μέσα σε ένα περιβάλλον που απαιτεί την
απόλυτη σιωπή του ακροατηρίου και το σεβασμό των καλλιτεχνών στο παρόν, το
παρελθόν και το μέλλον.
(στο independent.gr)