28 Σεπ 2014

"Ένα φως αχνοφέγγει κάτω βαθιά μες την καρδιά του σκότους"








Γράφει η Ιωάννα Μπαλάφα

Βερολίνο 1940. Ο ναζισμός βρίσκεται στο αποκορύφωμά του όπως επίσης, ο τρόμος και το κοινωνικό σκοτάδι. Το βιβλίο «Μόνος στο Βερολίνο» του Χανς Φάλαντα (Hans Fallada) γράφτηκε μόλις δυο χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εξιστορεί τις λιγότερο γνωστές ιστορίες των αντιστασιακών πράξεων των Γερμανών ενάντια στους Γερμανούς και την τρομοκρατία που και οι ίδιοι δέχτηκαν από το φασιστικό καθεστώς.

Λίγα λόγια για την πολυτάραχη ζωή αυτού του συγγραφέα. Ο Χανς Φάλαντα γεννήθηκε το 1893 και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του μεσοπολέμου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Rudolf Wilhelm Friedrich Ditzen. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με πατέρα ανώτατο δικαστικό. Υπέφερε από μικρή ηλικία από προβλήματα υγείας που τον οδήγησαν σε απομόνωση και σε αυτοκτονικές τάσεις. Στα 19 του χρόνια, σκότωσε έναν καλό του φίλο στη διάρκεια μονομαχίας, αθωώθηκε λόγω ψυχιατρικών προβλημάτων και μεγάλο μέρος της ζωής του κύλησε ανάμεσα στα ναρκωτικά και στη φυλακή. Βασισμένος σε αυτές τις εμπειρίες μετά την αποθεραπεία του γράφει το βιβλίο «Der Trinker» (Ο μπεκρής) που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Το 1932 εκδίδεται το βιβλίο του «Kleiner Mann - was nun?» («Και τώρα, μικρέ άνθρωπε;»), οι πωλήσεις του οποίου, λύνουν τα οικονομικά του θέματα. Ο Φάλαντα αυτοκτονεί τελικά το 1947 μετά από νέα προβλήματα με τα ναρκωτικά και το τζόγο. Πολλά από τα χειρόγραφά του και μισοτελειωμένα έργα του ξεπουλήθηκαν από τη σύζυγο του συγγραφέα για την αγορά ναρκωτικών.

Το «Μόνος στο Βερολίνο» που ο αρχικός του τίτλος είναι «Κάθε άνθρωπος πεθαίνει μόνος», βασίζεται σε αληθινή ιστορία, την οποία ανακάλυψε ο συγγραφέας σε φακέλους της Γκεστάπο μετά το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος. Το μεσοαστικό και μεσήλικο ζευγάρι Όττο και Ελίζ Χάμπελ έδρασε αντιστασιακά μετά το θάνατο του αδελφού της γυναίκας στο μέτωπο του πολέμου. Στο βιβλίο τα ονόματα μετατρέπονται σε Όττο και Άννα Κβάγκελ και το νεκρό πρόσωπο είναι ο γιός του ζευγαριού, ο μικρός Όττο.  

Μετά το θάνατο λοιπόν του γιού τους, αγανακτισμένοι από το φασιστικό καθεστώς ξεκινούν να γράφουν κάρτες με αντικαθεστωτικά και αντιναζιστικά συνθήματα αφήνοντάς τα σε εισόδους πολυκατοικιών ή διαδρόμους κτιρίων, σε ιατρεία και διάφορα γραφεία. Οι χειρόγραφες αυτές κάρτες κυκλοφορούν για σχεδόν τρία χρόνια στο Βερολίνο και σχεδόν όλες παραδίδονται στη Γκεστάπο από τρομοκρατημένους πολίτες.

Η ιστορία δύο απλών ανθρώπων ξετυλίγεται βήμα-βήμα, οι οποίοι αποζητούν την απονομή δικαιοσύνης, θεωρώντας πως η ανάγνωση των καρτών τους θα μεταφέρεται από χέρι σε χέρι και θα αλλάζει τις αντιλήψεις των συμπολιτών τους. Ξεκινώντας, η αφήγηση εκτυλίσσεται σε μια μέση λαϊκή πολυκατοικία του Βερολίνου, όπου διαμένει και το ζεύγος Κβάγκελ, με ενοίκους που αντιπροσωπεύουν όλες τις πολιτικές τάσεις. Αρχικά διαβάζουμε για τις εσωτερικές τους σχέσεις, τη φιλοφασιστική οικογένεια των Περζίκε, τον ερασιτέχνη χαφιέ Μπορκχάουζεν και τον μικροαπατεώνα Ένο Κλούγκε. Μαθαίνουμε για την ηλικιωμένη εβραία, κυρία Ρόζενταλ την οποία οι δύο προαναφερθέντες ένοικοι προσπαθούν να ληστέψουν και τον συνταξιούχο δικαστή κύριο Φρομ που πιστεύει στη δικαιοσύνη και προσπαθεί να φυγαδεύσει την κυρία Ρόζενταλ.

Ο συγγραφέας με μια δεξιοτεχνική πλοκή και εξαιρετικά δουλεμένους χαρακτήρες, στέλνει στους αναγνώστες πολλαπλά μηνύματα και συμβολισμούς, ψύχραιμα χωρίς περιττά άλλοθι και χωρίς ηρωοποιήσεις.  Τόσο ο Όττο όσο και η Άννα Κβάνγκελ είναι δυο φιλήσυχοι χαρακτήρες που δεν εκφράζουν ανοιχτά τις αντιθέσεις τους και τη δυσαρέσκειά τους για το χιτλερικό καθεστώς. Τελικά όμως, ο θάνατος του γιού τους θα πυροδοτήσει τις δράσεις τους που σε κάθε σελίδα υπενθυμίζουν τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα της αντίστασης και της αξιοπρέπειας.

Η αφήγηση αναδεικνύει την κοινωνική σκοτεινιά και την τρομοκρατία των κρατικών μηχανισμών καταστολής, την επιφυλακτικότητα όλων για όλους και το ψυχογράφημα των αγωνιστών και των δήμιων. Τα έντονα συναισθήματα συνεχίζονται μέχρι τη σύλληψη του ζευγαριού. Η ολιγόμηνη παραμονή τους στη φυλακή, η εκ των πραγμάτων κρυφή τους επικοινωνία, τα αφοπλιστικά τους ερωτήματα, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους, συγκινούν βαθιά και προβληματίζουν.

Ο συγκρατούμενος του Όττο στο κελί, ο μουσικός Ράινχαρντ, του δίνει ανάσα ζωής και τον παρασύρει σε τραγούδια, παρτίδες σκάκι και φιλοσοφικές συζητήσεις. Η μοναξιά κορυφώνεται πριν το θάνατο, όταν ο Όττο λέει στην Άννα «Κοίταξε Άννα, μόνοι μας θα πεθάνουμε» και ο δικαστής Φρομ θα προμηθέψει το ζεύγος με υδροκυάνιο προκειμένου να βάλουν μόνοι τέλος στη ζωή τους αν έτσι θελήσουν. Τέλος, εμφανίζεται η Τρούντελ, η σύντροφος του νεκρού Όττο, που θα πληρώσει ακριβά τα κομματικά της σφάλματα και τη γνωριμία της με τους Κβάνγκελ.

Οι κάρτες τους, η ιστορία τους και η τροποποιημένη της αφήγηση στο βιβλίο του Φάλαντα, μας θυμίζουν πως η ηθική αποσάρθρωση ανταπαντάται και επιτίθεται στην ύπουλη σιωπή. Μένει το αίσθημα ότι για κάποιους ανθρώπους δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την αναζήτηση της δικαιοσύνης και πως ό,τι κάνουν το κάνουν γιατί η συνείδησή τους αυτό τους επιτάσσει συνεχώς. Ένα βιβλίο με πολλούς συμβολισμούς που ψύχραιμα καταρρίπτει μύθους αναδεικνύοντας τη μοναξιά έναντι στον παραλογισμό και τον κοινωνικό εκφασισμό εκείνης της εποχής. Ο εξαιρετικός Primo Levi (Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος) χαρακτήρισε το «Μόνος στο Βερολίνο» ως ένα από τα καλύτερα βιβλία που αφορούν τη γερμανική αντίσταση στο ναζισμό.

Ερωτήματα των πρωταγωνιστών μέχρι την τελευταία στιγμή αλλά και βεβαιότητα για την αξιοπρέπεια του προσωπικού τους αγώνα που γίνεται κομμάτι του κάθε αγώνα του κάθε καταπιεσμένου, του κάθε κρατούμενου στη φυλακή και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα βιβλίο που θα παραμένει επίκαιρο όσο κλείνουμε τα μάτια μας και ανοίγουμε χώρους στο μίσος.





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...